μπερδεμός
Смотреть что такое "μπερδεμός" в других словарях:
μπερδεμός — ο [μπερδεύω] μπέρδεμα («και πάσκω και ξετρέχω να βγω από τέτοιο μπερδεμό», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
μπερδεμός — ο [μπερδεύω] μπέρδεμα («και πάσκω και ξετρέχω να βγω από τέτοιο μπερδεμό», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek